- απροσφώνητος
- ος , ον не удостоенный приветственной речи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απροσφώνητος — ἀπροσφώνητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει προσφωνηθεί, που δεν τον έχουν χαιρετίσει 2. απαρατήρητος … Dictionary of Greek
ἀπροσφώνητος — not accosted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσφώνητον — ἀπροσφώνητος not accosted masc/fem acc sg ἀπροσφώνητος not accosted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσφωνήτους — ἀπροσφώνητος not accosted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)